Δικαιοσύνη και μεταρρυθμίσεις: Ένας ουδέτερος θεσμός;
Παναγιώτα Χαραλαμπίδου, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών (Ε.Δ.Δ.)
Γιώργος Μαρμαρίδης, Πρωτοδίκης Δ.Δ., Ταμίας του Δ.Σ. της Ε.Δ.Δ.
Φανή Σωτηριάδου, Πρωτοδίκης Δ.Δ., μέλος του Δ.Σ. της Ε.Δ.Δ.
Στις 23.9.2025 πραγματοποιήθηκε Συνέδριο με θέμα “Δικαιοσύνη: Θεμέλιο Ανάπτυξης & Ευημερίας”, το οποίο διοργανώθηκε από τα Ανώτατα Δικαστήρια της Χώρας, δηλαδή το Συμβούλιο της Επικρατείας, τον Άρειο Πάγο και το Ελεγκτικό Συνέδριο, από κοινού με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ), τον Σύνδεσμο Δικηγορικών Εταιρειών Ελλάδας (ΣΔΕΕ) και το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στόχος του συνεδρίου, κατά τους διοργανωτές, ήταν να φέρει σε διάλογο τη δικαστική εξουσία, την επιχειρηματική κοινότητα, τους κοινωνικούς φορείς και τον ακαδημαϊκό κόσμο, με σκοπό την εξεύρεση ρεαλιστικών λύσεων για την αναβάθμιση της Δικαιοσύνης και να εστιάσει σε εφαρμόσιμες προτάσεις που θα υπηρετήσουν τον πολίτη, θα στηρίξουν την οικονομία και θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Στο πλαίσιο αυτό, επίκεντρο του προβληματισμού αποτέλεσε -για ακόμη μία φορά- η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης στη Χώρα και στην επίλυση, όχι συλλήβδην των διαφορών που άγονται ενώπιον των δικαστηρίων, αλλά εκείνων των διαφορών που, όπως επισημάνθηκε, τυγχάνουν οικονομικού ενδιαφέροντος (βλ. διαφορές εμπορικού δικαίου, φορολογικού δικαίου, δικαίου ανταγωνισμού, δικαίου δημοσίων συμβάσεων κ.λπ.). Ειδικότερα δε, απασχόλησε το πώς η απονομή της ελληνικής δικαιοσύνης θα οργανωθεί με τρόπο τέτοιο, που να διευκολύνει την επενδυτική δραστηριότητα και να συμβάλλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης των επιχειρήσεων στην αγορά. Τούτο δε το τελευταίο, όπως ειπώθηκε, θα εξασφαλίσει την ενίσχυση των επενδύσεων στη χώρα μας, την αύξηση των θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.
Στο έδαφος αυτού του προβληματισμού παρουσιάστηκαν διάφορες σκέψεις και προτάσεις, όπως ενδεικτικά: α) η εκπαίδευση τόσο των φοιτητών νομικών σχολών όσο και των υποψήφιων δικαστικών λειτουργών πάνω σε βασικές αρχές της οικονομικής επιστήμης, καθώς και η απόκτηση δεξιοτήτων management από τους διευθύνοντες τα δικαστήρια δικαστές, β) η συμμετοχή στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές των μεγάλων δικηγορικών εταιρειών, ως κατεξοχήν ειδικευμένων στα ζητήματα οικονομικού δικαίου, δικαίου ανταγωνισμού και δικαίου δημοσίων συμβάσεων, γ) η διευρυμένη εισαγωγή των εναλλακτικών μορφών επίλυσης διαφορών (βλ. διαιτησία, διαμεσολάβηση κ.λπ.), ώστε αφενός να αποφεύγονται οι χρονοβόρες και κοστοβόρες για τις εταιρείες (βλ. διατήρηση νομικών τμημάτων, κόστος απασχολούμενου προσωπικού, κόστος δικαστηρίων κ.λπ.) διαδικασίες της δίκης και αφετέρου να επιτυγχάνεται η ταχύτητα στην επίλυση των οικονομικών διαφορών, με στόχο την περαιτέρω επιτάχυνση των επιχειρηματικών σχεδιασμών και επενδύσεων, δ) η επέκταση της ενδικοφανούς διαδικασίας στη διοικητική δίκη, ώστε ο πολίτης, πριν από την προσφυγή του στα διοικητικά δικαστήρια, να προσέρχεται σε όργανα-επιτροπές της Διοίκησης προς επίλυση της διαφοράς του, προτάθηκε δε συναφώς να καθιερωθεί γενικευμένη ενδικοφανής διαδικασία στον e-ΕΦΚΑ και στις διαφορές κοινωνικής ασφάλισης κατά τα πρότυπα της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, ενώ, ακόμη, ως μέτρο διασφαλιστικό για την αποφυγή της όποιας καθυστέρησης στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων υποστηρίχθηκε η επιβολή μέτρων σε βάρος των δικαστών που καθυστερούν (περικοπή μισθού, πειθαρχικά μέτρα, επιφυλακτικότητα κατά την εξέταση αιτημάτων μετάθεσης σε επαρχιακά δικαστήρια).
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που το ζήτημα της ταχύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης, αλλά και η εν γένει οργάνωση αυτής, συνυφαίνονται με το επιχειρηματικό συμφέρον. Αντιθέτως, είναι διακηρυγμένος στόχος αλλά και όρος του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας η προσαρμογή της δικαιοσύνης στις ταχύτητες που απαιτούν οι επενδυτικοί σχεδιασμοί. Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται εδώ και καιρό όλες οι νομοθετικές τροποποιήσεις κανόνων του ουσιαστικού και του δικονομικού δικαίου. Είναι δε προαπαιτούμενο, όπως αναδείχθηκε και από τις εργασίες του εν λόγω συνεδρίου, το επενδυτικό συμφέρον να ταυτιστεί με το εθνικό συμφέρον, προκειμένου η Δικαιοσύνη, ως τρίτη κρατική λειτουργία, να προσδεθεί στο άρμα του ανταγωνισμού και να γίνει εργαλείο στα χέρια των επενδυτών. Η γνωστή, λοιπόν, επιχειρηματολογία περί «επενδύσεων που θα φέρουν νέες θέσεις εργασίας» δεν αναπαρήχθη τυχαία, καθώς είναι αυτή που θα εξασφαλίσει τη συναίνεση της πλατιάς πλειοψηφίας των πολιτών στους παραπάνω σχεδιασμούς, την ίδια στιγμή που η πρόσβαση των τελευταίων στη δικαιοσύνη συναντά ολοένα και αυξανόμενα δικονομικά εμπόδια. Αξίζει, ωστόσο, να αναφερθεί, ότι η ίδια η πραγματικότητα έχει πολλές φορές αποδείξει το αντίθετο, ότι δηλαδή η ενίσχυση των επενδύσεων προϋποθέτει την επιδείνωση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων του λαού και ότι η λεγόμενη «εθνική» οικονομική ανάπτυξη, σε καμιά περίπτωση, δεν ισούται με την ευημερία όλων των πολιτών παρά μόνο μιας μικρής μερίδας αυτών.
Εξάλλου, στην επίτευξη της παραπάνω συναίνεσης, αν όχι και στη διαμόρφωση εμπεδωμένης συνείδησης, συνηγορεί η πρόταση του συνεδρίου για εκπαίδευση νομικών και δικαστών σε ζητήματα οικονομίας. Η πρόταση αυτή δεν αφορά την κατάρτιση των ανωτέρω προσώπων σε ζητήματα της λογιστικής επιστήμης (π.χ. κατανόηση οικονομικών καταστάσεων — ισολογισμών, αποτελεσμάτων, ταμειακών ροών κ.λπ.), γνώση την οποία οι ανωτέρω οφείλουν ούτως ή άλλως να κατέχουν, αλλά τη γαλούχηση μιας νέας γενιάς νομικών επιστημόνων με τις αρχές και τους νόμους της ελεύθερης οικονομίας και αγοράς, ως κανονιστικού πλαισίου αναφοράς. Εντούτοις, η a priori νομιμοποίηση του εν λόγω πλαισίου, δηλαδή του νόμου του κέρδους ως υπέρτατου νόμου της κοινωνικής ζωής, στη συνείδηση των εν δυνάμει δικαστών υποσκάπτει την αμεροληψία και την ουδετερότητα της δικαστικής κρίσης, η οποία πρέπει να παραμένει αντικειμενικός κριτής όταν καλείται να σταθμίσει το επιχειρηματικό κέρδος έναντι ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Συναφώς, εξίσου επικίνδυνη είναι η πρόταση περί συμμετοχής των μεγάλων δικηγορικών εταιρειών στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές της Βουλής, καθώς, όπως γίνεται ευλόγως αντιληπτό, υπό την επίφαση της «τεχνογνωσίας» τους, θα νομοθετούνται τα επιχειρηματικά συμφέροντα είτε των ίδιων αυτών των εταιρειών είτε των πελατών τους. Τέλος, οι εναλλακτικές μορφές επίλυσης των επενδυτικών διαφορών (διαιτησία κ.λπ.) αποτελούν πάγια προτίμηση των επιχειρηματικών ομίλων και τούτο, διότι ένα διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να εξασφαλίσει την ταχύτητα στην επίλυση της διαφοράς τους, αποφεύγοντας παράλληλα τη δημοσιότητα της συνεδρίασης και τη συνταγματική επιταγή για αιτιολογία της δικαστικής κρίσης.
Η πρόσδεση της απονομής της δικαιοσύνης στα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων προϋποθέτει την καταστρατήγηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών.
Οι παραπάνω προτάσεις αλλά και οι νομοθετικές παρεμβάσεις, ιδίως των τελευταίων ετών (δικαστικός «Καλλικράτης», ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης, νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, επικείμενη αναθεώρηση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, τροποποιήσεις του ΚΟΔΚΔΛ), δεν είναι άμοιρες συνεπειών για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών, οι οποίοι υφίστανται, ήδη, τις συνέπειες της κατάργησης των ειρηνοδικείων, των ελλείψεων δικαστικών υπαλλήλων, των δικονομικών εμποδίων, του αυξημένου κόστους και, κατ’ επέκταση, της πρόσβασης σε δικαστήριο. Ήδη, η διεύρυνση των ενδικοφανών σταδίων συνιστά πρόσκομμα για την πρόσβαση στο δικαστήριο, καθώς, όπως επιβεβαιώνεται από τα ίδια τα στατιστικά της ΑΑΔΕ, η πλειοψηφία των υποθέσεων εγκαταλείπεται από τους φορολογούμενους μπροστά στη γραφειοκρατία και το κόστος της παρεμβαλλόμενης ενδικοφανούς διαδικασίας, ενώ η γενίκευση της τάσης για εξωδικαστικές και συμβιβαστικές μορφές επίλυσης των «μικροδιαφορών» αντιστρατεύεται την ισότητα των διαδίκων και στερεί τους διοικούμενους από τα εχέγγυα που η δικαστική προστασία μπορεί να εξασφαλίσει. Τα παραπάνω επαυξάνονται από την περίφημη ψηφιοποίηση της Διοίκησης, η οποία έχει δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο όσον αφορά τη δυνατότητα και τις προθεσμίες προσβολής των διοικητικών πράξεων, ιδίως των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης. Είναι φανερό ότι όσο θα βαθαίνουν οι παραπάνω σχεδιασμοί τόσο η Δικαιοσύνη θα καθίσταται απρόσιτη για την πλειοψηφία των πολιτών. Από το Συνέδριο αυτό έγινε φανερό ότι η οργάνωση των δικαστηρίων ανασυντάσσεται για να εξυπηρετήσει τις μεγάλου οικονομικού αντικειμένου διαφορές σε βάρος των υπολοίπων διαφορών (διαφορές ασφαλισμένων, συνταξιούχων, μισθωτών και μικρών επιχειρηματιών φορολογούμενων). Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι καθόλου «ξένες» πλέον προς τη δικαστηριακή οργάνωση έννοιες όπως το «δικαστικό management» ή η εντατικοποίηση και αυστηροποίηση του πειθαρχικού και υπηρεσιακού πλαισίου των δικαστών. Ο προσανατολισμός της δικαιοσύνης προς τα συμφέροντα των επενδυτών απαιτεί την οργάνωση των δικαστηρίων σε μορφή πολυεθνικών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εσωτερική δικαστική ανεξαρτησία και την υπηρεσιακή κατάσταση, κυρίως, των νέων δικαστών. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι σε μία περίοδο έντονης αμφισβήτησης του κύρους της Δικαιοσύνης και ταυτόχρονης περιστολής του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του λαού, εντείνονται τα πειθαρχικά μέτρα σε βάρος δικαστών και αναζητούνται αποδιοπομπαίοι τράγοι για να χτιστεί το αφήγημα των ράθυμων δικαστών.
Σε συντονισμό με τα ανωτέρω, στην παρούσα συγκυρία, έχει ανοίξει η συζήτηση για αναθεώρηση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το προτεινόμενο σχέδιο του οποίου εμπεριέχει, κατά την άποψή μας, διατάξεις, που θα επιβαρύνουν τον ιδιώτη διάδικο με νέες δικονομικές υποχρεώσεις δυσχεραίνοντας έτι περαιτέρω την εισαγωγή της υπόθεσής του στο ακροατήριο. Ο νομικός κόσμος της Χώρας οφείλει μέσα από τις επεξεργασμένες θέσεις και προτάσεις του, αλλά και τη συλλογική του δράση μέσα από τις Ενώσεις και τους Συλλόγους του, να δώσει την εναλλακτική στις παραπάνω εξελίξεις. Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών μπορεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπεράσπιση της καθολικότητας του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Άλλωστε, ο επιστημονικός χαρακτήρας της Ένωσης δεν συνίσταται στην απομόνωση από την κοινωνία, όπως πολλοί παρουσιάζουν, αλλά θα κατοχυρώνεται όσο οι διεκδικήσεις και οι προτάσεις των δικαστών αντιστοιχίζονται με την σημερινή κοινωνική ανάγκη για διεύρυνση της δικαστικής προστασίας των πολιτών, ώστε απέναντι σε μια σκληρή κοινωνική πραγματικότητα το δικαίωμα αυτό να συνεχίσει να έχει περιεχόμενο για κάθε άνθρωπο που θέλει να το ασκήσει.